Λένε πως αν κάτι το θες πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί υπέρ σου. Στη δική μου περίπτωση, εγώ είχα αποφασίσει πολύ πιο πριν από το σύμπαν.
Γιατί η ιδέα του να γράψω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γυρνούσε στο μυαλό μου χρόνια τώρα. Απλώς το καλοκαίρι του 2018 ήταν η χρονιά-κλειδί: απεριόριστος χρόνος, τρελή βαρεμάρα και δημιουργική θλίψη, με ανάγκασαν να πάρω την απόφαση. Την απόφαση να γίνω συγγραφέας! -γελώ μόνο και μόνο στο άκουσμα του όρου-.
Η ελληνική μυθολογία και το αστυνομικό σασπένς συγκαταλέγονται ανάμεσα στις μεγάλες μου αγάπες. Σκέφτηκα πόσο ωραία θα ήταν να μπορούσα στο πρώτο μου βιβλίο να τα μπλέξω σε κάποιο βαθμό, να τα συμφιλιώσω κάπως. Υπέθεσα πως με αυτό τον τρόπο θα κατάφερνα να επανασυστήσω στον αναγνώστη πτυχές της μυθολογίας που δεν είναι ευρέως γνωστές στο κοινό -τα λεγόμενα «πάρεργα» των μυθικών προσώπων-. Βέβαια, κάτι άλλο για την υπόθεση δεν μπορώ να σας πω, γιατί σιχαίνομαι τα σπόιλερ!
Τουλάχιστον δύο μήνες καθημερινής μελέτης και έρευνας προηγήθηκαν πολύ πριν πατήσω το πόδι μου στο Εδιμβούργο. Είχα μάθει τα πάντα για την πόλη, για την ιστορία της, τα αξιοθέατα της, την κουλτούρα της, τους ανθρώπους της. Α, ναι και για το άστατο κλίμα της! Κανονικός ντετέκτιβ δηλαδή. Το γιατί επέλεξα το Εδιμβούργο…. αυτή είναι μια άλλη ιστορία.
Το να δημιουργήσω τους χαρακτήρες ήταν ένα απ’ τα πιο διασκεδαστικά μέρη όλου αυτού, ίσως και ένα απ’ τα πιο εύκολα. Για να είμαι ειλικρινής για τα περισσότερα πρόσωπα είχα πραγματικές επιρροές. Γιατί ο καλύτερος κλέφτης είναι αυτός που ξέρει να κρύβεται καλά. Ελπίζω δηλαδή, γιατί πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα των προσώπων, ΔΕΝ ανήκουν στη σφαίρα της φαντασίας μου σε κάποιο βαθμό, αλλά απηχούν καταστάσεις που είδα, άκουσα, διάβασα ή έζησα.
Και έρχεται λίγο αργότερα το ταξίδι μου στο Εδιμβούργο, για να επιβεβαιώσει όσα διαισθάνθηκα. Γιατί βασικό στοιχείο της συγγραφικής μου προσωπικότητας είναι θεωρώ η διαίσθηση. Ο υποφαινόμενος, περπάτησε στους δρόμους που περπάτησε ο Ίαν, κάθισε στα μέρη όπου κάθισε ο Παραμυθάς, είδε ό,τι είδαν τα πρόσωπα και ένιωσε ένα μ’ αυτά.
Από τότε και στο εξής, τα πράγματα κυλούσαν από μόνα τους. Ένα απ’ τα πιο δύσκολα κομμάτια της συγγραφής, ήταν αυτό που αντιμετώπισα επιστρέφοντας απ’ το ταξίδι. Είχα ήδη στο μυαλό μου μια αρχική πλοκή, αλλά για ένα παράξενο λόγο, μια ανώτερη δύναμη με οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια. Τα πρόσωπα είχαν πάρει σάρκα και οστά και γρατζουνούσαν τη σκέψη μου, σαν να έπαιρναν αυτά τις αποφάσεις πια, αντί εμού. Και κάπως έτσι κατέληξα να αλλάξω την πλοκή και να δώσω ένα τέλος εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που εγώ φανταζόμουν.
Μόλις μπήκε η τελευταία τελεία έμεινα για λίγο να κοιτάζω την οθόνη. Σε μια στιγμή αμφισβήτησης του ίδιου μου του εαυτού, αφού όλα όσα είχα αποφασίσει είχαν ανατραπεί σκέφτηκα: «Σιχαίνομαι τα παραμύθια». Και αυτή ήταν η τελευταία και μοναδική φράση που πρόσθεσα στο έργο, εγώ, σαν Γιάννης πια. Ελπίζω να με συγχωρέσουν.